- πόντικας
- ο, Νμεγεθ. τού ποντικός.[ΕΤΥΜΟΛ. < ποντικός + μεγεθ. κατάλ. -ας (πρβλ. ρουθούνι: ρούθουνας, μερμήγκι: μέρμηγκας)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Ποντικάς — Ποντικά̱ς , Ποντικός from Pontus fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποντικάς — ποντικά̱ς , ποντικός from Pontus fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάβουρας — I Ονομασία δύο νησίδων του Αιγαίου πελάγους. 1. Ακατοίκητη νησίδα των κεντρικών Κυκλάδων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μυκόνου του νομού Κυκλάδων. 2. Ακατοίκητη νησίδα των κεντρικών Κυκλάδων. Βρίσκεται Β της Αντιπάρου και της νησίδας Διπλό, με… … Dictionary of Greek
κούνουπας — ο (μεγεθ τού κουνούπι) μεγάλο κουνούπι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κουνούπι + μεγεθ. κατάλ. ας (πρβλ. ποντίκι: πόντικας)] … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Θέατρο — ΑΡΧΑΙΑ ΤΡΑΓΩΔΙΑ Ένας λαός που έχει έξι πτώσεις και κλίνει τα ρήματά του με χίλιους τρόπους, έχει μια πλήρη, συλλογική και υπερχειλίζουσα ψυχή. Αυτός ο λαός, που δημιούργησε μια τέτοια γλώσσα, χάρισε τον πλούτο της ψυχής του σε όλο το… … Dictionary of Greek